σωματικῷ

σωματικῷ
σωματικός
of
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σωματικῶι — σωματικῷ , σωματικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …   Dictionary of Greek

  • ГАРМОНИЗАЦИЯ ЕВАНГЕЛЬСКАЯ — лит. жанр согласования евангельских сообщений о жизни Господа Иисуса Христа. Термин впервые использован А. Осиандером в качестве названия его соч. «Harmonia evangelica» (1537). Древняя Церковь Гармонизация как решение проблемы различий между… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”